- επωπίς
- ἐπωπίς, ἡ (Α)1. ακόλουθος, συνοδός2. επίκληση τής Δήμητρας στη Σικυώνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπωπίς — watcher fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωπίδα — ἐπωπίς watcher fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωπίδες — ἐπωπίς watcher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπωπίδα — ἑπωπίς attendant fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπωπίδες — ἑπωπίς attendant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)